- διαφθείρων
- διαφθείρωdestroy utterlypres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συγγίγνομαι — και ιων. τ. συγγίνομαι Α [γίγνομαι] 1. γεννιέμαι συγχρόνως με άλλον 2. αρχίζω να υπάρχω συγχρόνως με κάτι άλλο 3. συναναστρέφομαι με κάποιον 4. (για μαθητή ή οπαδό) μαθητεύω κοντά στον δάσκαλό μου («Πρωταγόρας... διαφθείρων τοὺς συγγιγνομένους… … Dictionary of Greek
ՍԱՏԱԿԻՉ — (կչի, չաց.) NBH 2 0698 Chronological Sequence: 6c, 10c ա.գ. ὁλοθρευτής, ὁλοθρεύων, διαφθείρων perditor, deperdens, exterminans եւն. Որ սատակէ. եղծիչ. կորուսիչ. մահացուցիչ. *Ոչ տայցէ թոյլ սատակչին մտանել ʼի տունս ձեր, եւ հարկանել: Յայնց խորշեցաւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)